- χειραγωγοῦσαν
- χειραγωγέωlead by the handpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειραγωγώ — χειραγωγῶ, έω ΝΜΑ [χειραγωγός] 1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ. β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.) 2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῡ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῡσαν ἡμᾱς εἰς Χριστόν»,… … Dictionary of Greek